κοριτσόπουλο

κοριτσόπουλο
το κοριτσάκι, κοράσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορίτσι + συνδετικό φωνήεν -ο- + υποκορ. κατάλ. -πουλο (< λατ. pullus), πρβλ. βασιλό-πουλο, παληκαρό-πουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • -πουλο — ΝΜ κατάλ. υποκορ. ουδ. τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από το ουδ. τής κατάλ. πουλος* (< λατ. pullus «νεοσσός»). Η κατάλ. αυτή απαντά αρχικά σε λ. που δηλώνουν νεοσσούς, μικρά πουλιών (πρβλ. αετό πουλο, ορνιθό πουλο), στη …   Dictionary of Greek

  • μειρακίσκη — μειρακίσκη, ἡ (Α) [μείραξ] 1. μικρό κορίτσι, κοριτσάκι 2. (ειρωνικά) κοριτσόπουλο …   Dictionary of Greek

  • παρθένιο(ν) — το, ΝΑ νεοελλ. 1. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σύνθετα 2. είδος κλαβικυμβάλου στην Αγγλία αρχ. 1. κορίτσι, κοριτσόπουλο 2. το φυτό ελιξίνη 3. το φυτό λινόζωστις 4. είδος άλλου φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος.… …   Dictionary of Greek

  • πιτσουνάκι — το, Ν 1. μικρό περιστέρι 2. κοριτσόπουλο 3. συν. στον πληθ. τα πιτσουνάκια (ως θωπευτική προσφώνηση) νεαρό ζευγάρι ερωτευμένων …   Dictionary of Greek

  • πιτσούνι — το, θηλ. πιτσούνα, Ν 1. μικρό περιστέρι, νεοσσός περιστεριού 2. το θηλ. η πιτσούνα (ως θωπευτική προσφώνηση) α) όμορφο κοριτσόπουλο ή παχουλό κορίτσι β) θηλυκό μωρό 3. στον πληθ. τα πιτσούνια είδος παιδικού παιχνιδιού το πέταγμα πεταλίδων στην… …   Dictionary of Greek

  • παιδοπούλα — η το μικρό κορίτσι, αλλ. κοριτσάκι, κοριτσόπουλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”